- μεταφορτώνω
- μεταφόρτωσα, μεταφορτώθηκα, μεταφορτωμένος, φορτώνω κάτι από ένα μέσο σε άλλο: Μεταφόρτωσε τα καπνά από το τρένο στο φορτηγό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταφορτώνω — φορτώνω κάτι εκ νέου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο … Dictionary of Greek
μεταφόρτωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφορτώνω, η εκ νέου φόρτωση, η φόρτωση σε άλλο μεταφορικό μέσο 2. (οικον. συγκ.) μεταφορά φορτίου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο, τού ίδιου ή διαφορετικού τύπου ή είδους, όπως από φορτηγό αυτοκίνητο σε… … Dictionary of Greek
τρανσμπορντάρω — Ν (ιδιωμ.) μεταφορτώνω από ένα πλοίο ή τρένο στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. transborder «μεταφορτώνω, μεταφέρω από πλοίο σε πλοίο»] … Dictionary of Greek
αμεταφόρτωτος — η, ο [μεταφορτώνω] αυτός που δεν μεταφορτώθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταφορτωθεί … Dictionary of Greek
μετεντίθημι — (Α) (το μέσ.) μετεντίθεμαι 1. (γενικά) τοποθετώ ή θέτω σε άλλο τόπο 2. (ειδ. για πλοία) φορτώνω το φορτίο σε άλλο πλοίο, μεταφορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν τίθημι «θέτω, τοποθετώ»] … Dictionary of Greek